Οροπέδιο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οροπέδιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плато, платото, на плато, плато с
Οροπέδιο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οροπέδιο

οροπέδιο αγ. τριάδας καλοσκοπής φωκίδας, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οροπέδιο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • οροθετώ στα βουλγαρικά - разграничавам, разграничават, определят границите, очертават границите, определи границите
  • ορολογία στα βουλγαρικά - терминология, терминологията, термини, терминологията на
  • οροφή στα βουλγαρικά - покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната
  • ορτύκι στα βουλγαρικά - пъдпъдък, пъдпъдъци, пъдпъдъците, пъдпъдъчени, пътпъдъци
Τυχαίες λέξεις
Οροπέδιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: плато, платото, на плато, плато с