Παζαρεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παζαρεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сделка, трампа, дребна сделка, дребна стока
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παζαρεύω
παζαρεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παζαρεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παγώνω στα βουλγαρικά - скреж, замръзване, замразява, се замразява, замрази, замразяване на
- παζάρι στα βουλγαρικά - базар, Bazaar, чаршия, Чарши
- παθαίνω στα βουλγαρικά - получавам, да получа, получа, ли да получа, аз се
- παθητικά στα βουλγαρικά - пасивен, пасивна, пасивно, пасивни, пасивното
Τυχαίες λέξεις
Παζαρεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сделка, трампа, дребна сделка, дребна стока
Μεταφράσεις: сделка, трампа, дребна сделка, дребна стока