Πασπαλίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πασπαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръскам, поръсвам, ръся, се поръсва
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πασπαλίζω
πασπαλίζω συνώνυμο, πασπαλίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πασπαλίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παρών στα βουλγαρικά - подарък, настояще, настоящото, настоящия, настоящето
- πασπάλισμα στα βουλγαρικά - напудряне, разпрашаване, опудряне, стриване на прах, стриване на прах на
- πασπατεύω στα βουλγαρικά - цигулка, гъдулка, цигулката, свиря на цигулка, губя си времето
- παστώνω στα βουλγαρικά - лекарство, пушена риба, момък, Кипър, соля и пуша риба
Τυχαίες λέξεις
Πασπαλίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пръскам, поръсвам, ръся, се поръсва
Μεταφράσεις: пръскам, поръсвам, ръся, се поръсва