Πελώριος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πελώριος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огромен, силен, тропане, биеше, блъскане
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πελώριος
πελώριος ετυμολογία, πελώριος συνώνυμα, πελώριος σμάραγδος, πελώριος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πελώριος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πελεκώ στα βουλγαρικά - сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете
- πελούζα στα βουλγαρικά - Peluso
- πεμπτουσία στα βουλγαρικά - квинтесенция, квинтесенцията
- πενήντα στα βουλγαρικά - петдесет, петдесет и, и петдесет, от петдесет, петдесетте
Τυχαίες λέξεις
Πελώριος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: огромен, силен, тропане, биеше, блъскане
Μεταφράσεις: огромен, силен, тропане, биеше, блъскане