Περιορίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περιορίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
граница, предел, огранича, ограничим, ограничи, ограничат, ограничава
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορίζω
περιορίζω στα αγγλικά, περιορίζω αντώνυμο, περιορίζω translate, περιορίζω συνώνυμα, περιορίζω αντιθετο, περιορίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιορίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περιοδικά στα βουλγαρικά - случайно, периодично, периодично да, периодично се, периодични
- περιοδικό στα βουλγαρικά - списание, списанието, сп, списания
- περιορισμένος στα βουλγαρικά - ограничен, ограничена, ограничено, ограничава, ограничени
- περιορισμός στα βουλγαρικά - ограничение, ограничаване, ограничения, рестрикционен, ограничаването
Τυχαίες λέξεις
Περιορίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: граница, предел, огранича, ограничим, ограничи, ограничат, ограничава
Μεταφράσεις: граница, предел, огранича, ограничим, ограничи, ограничат, ограничава