Περιορισμός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: περιορισμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограничение, ограничаване, ограничения, рестрикционен, ограничаването
Περιορισμός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιορισμός

περιορισμός κατάσχεσης, περιορισμός ποσού αγωγής, περιορισμός javascript και css αποκλεισμού απόδοσης στο περιεχόμενο στο πάνω μέρος, περιορισμός καταψηφιστικού αιτήματος, περιορισμός προσλήψεων, περιορισμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιορισμός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • περιορίζω στα βουλγαρικά - граница, предел, огранича, ограничим, ограничи, ограничат, ограничава
  • περιορισμένος στα βουλγαρικά - ограничен, ограничена, ограничено, ограничава, ограничени
  • περιουσία στα βουλγαρικά - собственост, имущество, съсловие, качество, свойство, имот, на имота, ...
  • περιοχή στα βουλγαρικά - район, владения, област, регион, региона
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ограничение, ограничаване, ограничения, рестрикционен, ограничаването