Περιπλέκω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περιπλέκω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
утежнявам, усложнявам, обърквам, смущавам, забърквам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιπλέκω
περιπλέκω συνώνυμα, περιπλέκω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περιπλέκω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περιπατητής στα βουλγαρικά - проходилка, Уокър, Walker, Уолкър, проходилката
- περιπατητικός στα βουλγαρικά - амбулаторен, амбулаторна, амбулаторно, амбулаторната, амбулаторни
- περιπλανιέμαι στα βουλγαρικά - скитат, се скитат, скита, се скита
- περιπλοκή στα βουλγαρικά - усложнение, усложнения, усложняване
Τυχαίες λέξεις
Περιπλέκω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: утежнявам, усложнявам, обърквам, смущавам, забърквам
Μεταφράσεις: утежнявам, усложнявам, обърквам, смущавам, забърквам