Πολεμιστής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πολεμιστής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боец, войн, воин
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολεμιστής
πολεμιστής του φωτός, πολεμιστής tattoo, σπαρτιάτης πολεμιστής, πολεμιστής στον άνεμο, ειρηνικός πολεμιστής, πολεμιστής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πολεμιστής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πολίτης στα βουλγαρικά - гражданин, гражданин на, гражданите, граждани
- πολεμικός στα βουλγαρικά - полемика, полемичен, полемиката, полемичната, полемични
- πολικός στα βουλγαρικά - полярен, полярна, полярния, полярни, полярните
- πολιορκία στα βουλγαρικά - осата, обсада, обсадата, обсаден, обсади
Τυχαίες λέξεις
Πολεμιστής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: боец, войн, воин
Μεταφράσεις: боец, войн, воин