Πυκνωτής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кондензатор, кондензатори, кондензатора
Πυκνωτής στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνωτής

πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πυκνωτής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαίος στα βουλγαρικά - пигмеи, пигмей, джудже, дребен, пигмейски
  • πυγμαχώ στα βουλγαρικά - лонжерон, борба с петли, шпат, боричкам се, поставям греди
  • πυκνός στα βουλγαρικά - набит, здрав, як, гъст жив плет, дебелият
  • πυκνότητα στα βουλγαρικά - плътност, гъстота, плътността, плътност на, гъстота на
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кондензатор, кондензатори, кондензатора