Ρέψιμο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ρέψιμο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέψιμο
ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ρέψιμο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ράφι στα βουλγαρικά - стойка, полка, рафт, шелф, Срок, Срок на, срока
- ρέλι στα βουλγαρικά - граница, връзка от жизнено значение, спасително въже, жизнено значение, въже, спасителен пояс
- ρέω στα βουλγαρικά - течение, тека, поток, дебит, потока, тече, на потока
- ρήγας στα βουλγαρικά - цар, Кинг, King, крал, кралски
Τυχαίες λέξεις
Ρέψιμο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват
Μεταφράσεις: рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват