Σοκάκι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Backstreet, Бекстрийт, от задната
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σοκάκι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα βουλγαρικά - жътва, урожай, реколта, култури, култура, културите, на културите
- σοκ στα βουλγαρικά - удар, шок, удари, шока
- σοκολάτα στα βουλγαρικά - шоколад, шоколадов, шоколадови, шоколадова, шоколада
- σολομός στα βουλγαρικά - сьомга, сьомгата, на сьомга, от сьомга
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: Backstreet, Бекстрийт, от задната
Μεταφράσεις: Backstreet, Бекстрийт, от задната