Στενά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проход, тясно, внимателно, отблизо, тясно сътрудничество, в тясно сътрудничество
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενά
στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στενά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στεγαστικός στα βουλγαρικά - жилища, жилищния, жилище, жилищно строителство, корпус, жилищен
- στεγνός στα βουλγαρικά - сух, сухо, суха, химическо, сухото
- στενάζω στα βουλγαρικά - стон, стенание, стон се, охкане
- στενός στα βουλγαρικά - тесен, близо, близост, тясно, в близост, близък
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проход, тясно, внимателно, отблизо, тясно сътрудничество, в тясно сътрудничество
Μεταφράσεις: проход, тясно, внимателно, отблизо, тясно сътрудничество, в тясно сътрудничество