Στενάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стон, стенание, стон се, охкане
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενάζω
στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στενάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στεγνός στα βουλγαρικά - сух, сухо, суха, химическо, сухото
- στενά στα βουλγαρικά - проход, тясно, внимателно, отблизо, тясно сътрудничество, в тясно сътрудничество
- στενός στα βουλγαρικά - тесен, близо, близост, тясно, в близост, близък
- στενόχωρος στα βουλγαρικά - неудобен, неудобно, неприятно, чувстваше некомфортно, некомфортно
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стон, стенание, стон се, охкане
Μεταφράσεις: стон, стенание, стон се, охкане