Συλλέκτης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συλλέκτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колектор, колекционер, колектора, на колектора, колекторна
Συλλέκτης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλέκτης

συλλέκτης κενού, συλλέκτης υγρασίας, συλλέκτης κοπράνων, συλλέκτης υγρασίας uhu, συλλέκτης θέρμανσης τζακιού, συλλέκτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συλλέκτης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συκώτι στα βουλγαρικά - печена, черен дроб, черния дроб, чернодробна, чернодробно, на черния дроб
  • συλλέγω στα βουλγαρικά - събирам, събира, събират, събиране на, събере
  • συλλαβή στα βουλγαρικά - слог, сричка, срички, сричката
  • συλλαβίζω στα βουλγαρικά - разделям на срички, произнасям на срички
Τυχαίες λέξεις
Συλλέκτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: колектор, колекционер, колектора, на колектора, колекторна