Συμμέτοχος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συμμέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
участник, играч, участниците, участник в, участника
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμμέτοχος
συμμέτοχος συνώνυμα, συμμέτοχος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμμέτοχος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συμβούλιο στα βουλγαρικά - съвет, Съвета, на Съвета, Съвета за
- συμβόλαιο στα βουλγαρικά - договор, договора, поръчка, договор за
- συμμαχία στα βουλγαρικά - съюз, коалиция, Alliance, Алианс, съюза, алианс за
- συμμαχικός στα βουλγαρικά - съюзнически, Allied, Съюзното, съюзническите, съюзническа
Τυχαίες λέξεις
Συμμέτοχος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: участник, играч, участниците, участник в, участника
Μεταφράσεις: участник, играч, участниците, участник в, участника