Συναρπαστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συναρπαστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα βουλγαρικά - сравнявам, съпоставя, съпоставят, обобщаване, съпостави
- συναρμολόγηση στα βουλγαρικά - сглобяване, подходящ, монтаж, монтиране, фитинг
- συνασπισμός στα βουλγαρικά - лига, съюз, блок, коалиция, коалиционно, коалицията, коалиционното
- συναυλία στα βουλγαρικά - концерт, концерта, концертна, концерт на
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка
Μεταφράσεις: вълнуващ, вълнуващо, вълнуваща, вълнуващи, широка