Συνοφρυώνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνοφρυώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намръщване, смръщване, намръщи, се намръщи, намръщено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοφρυώνομαι
συνοφρυώνομαι λεξικο, συνοφρυώνομαι τι σημαινει, συνοφρυώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνοφρυώνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνορεύω στα βουλγαρικά - опора, опира, опират, граничат, се опира
- συνουσία στα βουλγαρικά - общение, общуване, полови сношения, сношение, полов акт, полово сношение
- συνοχή στα βουλγαρικά - кохезия, сплотеност, сближаване, на сближаване, сближаването
- συνοψίζω στα βουλγαρικά - придавам плоска повърхност на, придавам плоска повърхност, придавам плоска, се изчислят, изчислят резул-
Τυχαίες λέξεις
Συνοφρυώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намръщване, смръщване, намръщи, се намръщи, намръщено
Μεταφράσεις: намръщване, смръщване, намръщи, се намръщи, намръщено