Συνωμοτώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνωμοτώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фабула, complot
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνωμοτώ
συνωμοτώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνωμοτώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνυπάρχω στα βουλγαρικά - съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно
- συνωμοσία στα βουλγαρικά - фабула, заговор, конспирация, конспирацията
- συνωμότης στα βουλγαρικά - конспиратор, заговорник, престъпна група, на престъпна, на престъпна група
- συνωστισμός στα βουλγαρικά - струпване, изтласкване, струпването, сгъстявания, изместване
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοτώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фабула, complot
Μεταφράσεις: фабула, complot