Σωματοφύλακας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωματοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματοφύλακας
σωματοφύλακας του ομπάμα, σωματοφύλακας ομπαμα, σκύλος σωματοφύλακας, σωματοφύλακας βυζαντινου αυτοκρατορα, σωματοφύλακας συνώνυμα, σωματοφύλακας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωματοφύλακας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωματικά στα βουλγαρικά - телесния, телесен, телесна, телесни, повреда, телесно
- σωματικός στα βουλγαρικά - физически, физическа, физическо, физическата, физическото
- σωπαίνω στα βουλγαρικά - тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
- σωρευτικός στα βουλγαρικά - кумулативен, кумулативна, кумулативната, кумулативно, кумулативния
Τυχαίες λέξεις
Σωματοφύλακας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът
Μεταφράσεις: бодигард, телохранител, охрана, бодигарда, бодигардът