Σύντροφος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: σύντροφος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
компаньон, товариш, другар, придружител, спътник, спътница
Σύντροφος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύντροφος

σύντροφος φώτη σεργουλόπουλου, σύντροφος μπουτάρη, σύντροφος δούρου, σύντροφος του μπουλά, σύντροφος ρένας δούρου, σύντροφος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σύντροφος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • σύντομα στα βουλγαρικά - скоро, веднага след
  • σύντομος στα βουλγαρικά - скоро, кратък, кратко, кратка, накратко, кратки
  • σύριγγα στα βουλγαρικά - шприц, спринцовка, спринцовката, на спринцовката
  • σύρμα στα βουλγαρικά - жица, тел, проводник, телени, телена
Τυχαίες λέξεις
Σύντροφος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: компаньон, товариш, другар, придружител, спътник, спътница