Τουφέκι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τουφέκι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пушка, пушката, карабина, оръжие
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τουφέκι
τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι του 1821, τουφέκι βικιπαίδεια, τυφέκιο fn, τουφέκι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τουφέκι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τουρσί στα βουλγαρικά - туршия, палавник, декапирам, правя туршия от, байцвам
- τουρτουρίζω στα βουλγαρικά - треперене, треперенето, втрисане, трепереше, трепери
- τούβλο στα βουλγαρικά - тухла, тухлена, тухли, тухлен, тухлени
- τούνδρα στα βουλγαρικά - тундра, тундрата, в тундрата, тундри, тундра и
Τυχαίες λέξεις
Τουφέκι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пушка, пушката, карабина, оръжие
Μεταφράσεις: пушка, пушката, карабина, оръжие