Τραυματισμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τραυματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ранения, пострадал, ранен, ранени, контузен, пострадалото
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματισμένος
τραυματισμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τραυματισμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τραυματίζω στα βουλγαρικά - наранят, нараните, нараняват, нарани, травмира
- τραυματικός στα βουλγαρικά - травматичен, травматично, травматични, травматична, травмиращо
- τραυματισμός στα βουλγαρικά - нараняване, нараняването, раняване, задето
- τραχεία στα βουλγαρικά - трахея, трахеята, трахеа, на трахеята, трахея на
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ранения, пострадал, ранен, ранени, контузен, пострадалото
Μεταφράσεις: ранения, пострадал, ранен, ранени, контузен, пострадалото