Τρεκλίζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τρεκλίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
залитам, смайвам, клатушкам се, замайване на главата, подреждам в шахматен ред
Τρεκλίζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρεκλίζω

τρεκλίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρεκλίζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τραχύτητα στα βουλγαρικά - грапавост, грапавостта, грапавост на, грапавина, грубост
  • τραύμα στα βουλγαρικά - травма, травми, травма на, травмата
  • τρελούτσικος στα βουλγαρικά - чалнат, Чалнатият, Wacky, Шантави, смахнат
  • τρελός στα βουλγαρικά - луд, луда, луди, лудост
Τυχαίες λέξεις
Τρεκλίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: залитам, смайвам, клатушкам се, замайване на главата, подреждам в шахматен ред