Τροφοδοτώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τροφοδοτώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гориво, поддържам, Стоук, Stoke, инсулт, работя като огняр
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοτώ
τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τροφοδοτώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τροφικός στα βουλγαρικά - хранителен, хранителна, хранителната, хранително, хранителна стойност
- τροφοδοσία στα βουλγαρικά - хранене, кетъринг, заведенията за хранене, приготвяне на храна, обществено хранене
- τροφοδότης στα βουλγαρικά - доставчик, обществено хранене, за обществено хранене, доставчик на едро, кетъринг
- τροχαλία στα βουλγαρικά - блок, скрипец, ролка, макара, шайба, макарата
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοτώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гориво, поддържам, Стоук, Stoke, инсулт, работя като огняр
Μεταφράσεις: гориво, поддържам, Стоук, Stoke, инсулт, работя като огняр