Τσάμπα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безплатно, за свободно, абсолютно безплатно, абсолютно безплатно След, в свободно
Τσάμπα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσάμπα

τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσάμπα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τρώω στα βουλγαρικά - ям, Nosh
  • τσάι στα βουλγαρικά - чай, на чай, тип, чая
  • τσάντα στα βουλγαρικά - чанта, сак, торба, кошница, торбичка, чантата
  • τσάπα στα βουλγαρικά - лопата, мотика, копае, окопавам, нос, копая
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: безплатно, за свободно, абсолютно безплатно, абсолютно безплатно След, в свободно