Τσιγαρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
соте, леко задушен, задушавам леко, запържвам леко, леко запържен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω
τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τσιγαρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τσεκούρι στα βουλγαρικά - топор, брадва, брадвата, секира, секирата
- τσιγάρο στα βουλγαρικά - папироса, цигара, цигари, на цигари, цигарата, цигарения
- τσιγκλώ στα βουλγαρικά - толкоз, Ciglane
- τσιγκουνεύομαι στα βουλγαρικά - ограничение, спирам, ограничавам се, ограничавам, престой, работата му
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: соте, леко задушен, задушавам леко, запържвам леко, леко запържен
Μεταφράσεις: соте, леко задушен, задушавам леко, запържвам леко, леко запържен