Τόκος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лихва, интерес, интереси, лихвен, лихви
Τόκος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόκος

τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τόκος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τυχερός στα βουλγαρικά - късметлия, щастлив, късмет, щастливи
  • τωρινός στα βουλγαρικά - ток, текущ, текущата, настоящата, текущия
  • τόλμη στα βουλγαρικά - смелост, дръзновение, дързост, дързостта, имаме дръзновение
  • τόλμημα στα βουλγαρικά - венчър, предприятие, рисков, за рисков, дружество
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лихва, интерес, интереси, лихвен, лихви