Τόξο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τόξο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поклон, дъга, лък, лъка, носовата, лъка си
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τόξο
τόξο πιερίας, τόξο εφαπτομένης τυπος, τόξο κυνηγιού, τόξο αγορά, τόξο κύκλου, τόξο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τόξο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τόλμημα στα βουλγαρικά - венчър, предприятие, рисков, за рисков, дружество
- τόνος στα βουλγαρικά - стрес, тон, давление, ударение, диалект, тонус, тонално, ...
- τόπος στα βουλγαρικά - место, местоположение, място, мястото, проведе, извършва
- τόρνος στα βουλγαρικά - струг, стругови, на струг, стругове
Τυχαίες λέξεις
Τόξο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поклон, дъга, лък, лъка, носовата, лъка си
Μεταφράσεις: поклон, дъга, лък, лъка, носовата, лъка си