Φαρμακοποιός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: φαρμακοποιός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
химик, фармацевт, аптекар, аптека, аптекарски, мироварец
Φαρμακοποιός στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαρμακοποιός

φαρμακοποιός αυτοκτόνησε, φαρμακοποιός ονειροκρίτης, φαρμακοποιόσ ρέντη, φαρμακοποιός σύζυγος παρουσιάστριας, φαρμακοποιόσ θεαγένειο, φαρμακοποιός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φαρμακοποιός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • φαρμακερός στα βουλγαρικά - venomed
  • φαρμακευτικός στα βουλγαρικά - фармацевтичният, фармацевтичната, фармацевтична, фармацевтичен, фармацевтичния
  • φασαρία στα βουλγαρικά - пребрадка, врява, суетене, шум, безпроблемно, вдига шум
  • φασιανός στα βουλγαρικά - фазан, фазани, на фазани, фазаните, колхидски фазан
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακοποιός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: химик, фармацевт, аптекар, аптека, аптекарски, мироварец