Αρτηριακός στα γαλλικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artériel, artérielle, artérielles, artère, artères
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας γαλλικά, αρτηριακός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα γαλλικά - affection, indisposition, maladie, mal, infirmité, malaise, maladies, ...
- αρτηρία στα γαλλικά - artère, l'artère, artères, artérielle
- αρχάγγελος στα γαλλικά - archange, Archangel, l'Archange, Arkhangel, Arkhangelsk
- αρχάριος στα γαλλικά - débutant, novice, apprenti, conscrit, fondateur, du débutant, novices, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: artériel, artérielle, artérielles, artère, artères
Μεταφράσεις: artériel, artérielle, artérielles, artère, artères