Γενική στα γαλλικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
génitif, général, générale, générales, grand, général de
Γενική στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας γαλλικά, γενική στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα γαλλικά - production, génération, fabrication, procréation, la production, la génération, générations
  • γενικά στα γαλλικά - généralement, ordinairement, communément, général, en général, générale, manière générale
  • γενικός στα γαλλικά - intégral, d'ensemble, absolu, ensemble, principal, général, forfaitaire, ...
  • γενικότητα στα γαλλικά - généralité, générale, portée générale, caractère général, la généralité
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: génitif, général, générale, générales, grand, général de