Δικανικός στα γαλλικά

Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médico-légal, critique, judiciaire, légal, légale, légiste
Δικανικός στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικανικός

δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, δικανικός στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • δικαιοσύνη στα γαλλικά - impartialité, arbitre, juge, justice, neutralité, équité, objectivité, ...
  • δικαιώνω στα γαλλικά - défendre, saillir, justifiez, motiver, justifient, justifier, disculper, ...
  • δικαστήριο στα γαλλικά - tribunal, préau, avis, court, motel, briguez, chambre, ...
  • δικαστής στα γαλλικά - fonctionnaire, municipalité, employé, officier, magistrat, juge, juge a, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: médico-légal, critique, judiciaire, légal, légale, légiste