Πεινασμένος στα γαλλικά

Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affamé, avide, rapace, famélique, vorace, glouton, goulu, stérile, faim, affamés, la faim, a faim
Πεινασμένος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινασμένος

πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, πεινασμένος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • πειθαρχώ στα γαλλικά - punir, sanction, domaine, aguerrissons, discipliner, pénaliser, aguerrissez, ...
  • πειθώ στα γαλλικά - conviction, avis, croyance, religion, persuasion, confession, opinion, ...
  • πεινώ στα γαλλικά - affamons, affamer, affamez, affament, faim, la faim, famine, ...
  • πειράζω στα γαλλικά - emmerder, mécaniser, taquin, tourmenter, tracasser, assommer, chicaner, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: affamé, avide, rapace, famélique, vorace, glouton, goulu, stérile, faim, affamés, la faim, a faim