Σαρκαστικός στα γαλλικά

Μετάφραση: σαρκαστικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sarcastique, corrosif, caustique, acerbe, poivré, narquois, mordant, sarcastiques, ironique, sarcasme
Σαρκαστικός στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκαστικός

σαρκαστικός σημασία, σαρκαστικός συνώνυμο, σαρκαστικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, σαρκαστικός στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • σαρκάζω στα γαλλικά - imiter, bafouer, postiche, factice, ironiser, persifler, contrefaire, ...
  • σαρκασμός στα γαλλικά - fouir, fouiller, foncer, creuser, excaver, fouilles, piocher, ...
  • σαρκικός στα γαλλικά - corporel, charnel, physique, sensuel, matériel, charnelle, chair, ...
  • σαρκοβόρος στα γαλλικά - carnassier, carnivore, carnivores, carnassiers, carnassière
Τυχαίες λέξεις
Σαρκαστικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: sarcastique, corrosif, caustique, acerbe, poivré, narquois, mordant, sarcastiques, ironique, sarcasme