Αδιάκοπος στα γερμανικά

Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ständig, unaufhörlich, stets, konstante, unablässig, unaufhörlichen, unaufhörliche, unablässigen
Αδιάκοπος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος

αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας γερμανικά, αδιάκοπος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αδιάβροχος στα γερμανικά - regenmantel, wasserunlöslich, wasserdicht, wasserfest, wasserdichte, wasserdichten
  • αδιάθετος στα γερμανικά - unwohl, krank, unwell, Unwohlsein, sich unwohl
  • αδιάκριτος στα γερμανικά - neugierig, taktlos, Schnüffler, snooper, Schnüffel
  • αδιάλλακτος στα γερμανικά - unnachgiebig, kompromisslos, unnachgiebigen, unnachgiebige, intransigent
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ständig, unaufhörlich, stets, konstante, unablässig, unaufhörlichen, unaufhörliche, unablässigen