Ακονίζω στα γερμανικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspitzen, schärfen, schleifen, zu schärfen, schärft
Ακονίζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακονίζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα γερμανικά - geleit, schweif, folgend, leibwächter, eskortieren, bodyguard, nachstehend, ...
  • ακολουθώ στα γερμανικά - folgen, nachgehen, nachkommen, begleiten, jagen, befolgen, verfolgen, ...
  • ακουμπώ στα γερμανικά - mager, hager, knapp, schlank, berühren, Berührung, zu berühren, ...
  • ακουστική στα γερμανικά - akustik, Akustik, acoustics, akustischen
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anspitzen, schärfen, schleifen, zu schärfen, schärft