Ακούσιος στα γερμανικά

Μετάφραση: ακούσιος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unwillkürlich, unfreiwillig, unfreiwillige, unwillkürliche, unfreiwilligen, unwillkürlichen
Ακούσιος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακούσιος

ακούσιος εγκλεισμός σε ψυχιατρείο, ακούσιος ορισμός, ακούσιος σημαίνει, εκούσιος ακούσιος, ακούσιος εγκλεισμός, ακούσιος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακούσιος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ακουστική στα γερμανικά - akustik, Akustik, acoustics, akustischen
  • ακουστικός στα γερμανικά - ton, audio, ohrsignal, zuhörerschaft, akustisch, akustik, Hör-, ...
  • ακούω στα γερμανικά - lauschen, hornen, beachten, hören, zuhören, anhören, hört
  • ακράδαντα στα γερμανικά - fest, stark, nachdrücklich, dringend, stärker, kräftig
Τυχαίες λέξεις
Ακούσιος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: unwillkürlich, unfreiwillig, unfreiwillige, unwillkürliche, unfreiwilligen, unwillkürlichen