Αμείβω στα γερμανικά

Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vergelten, belohnen, vergilt, zu vergelten, requite
Αμείβω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμείβω

αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμείβω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αμβλύς στα γερμανικά - stumpf, offenherzig, schonungslos, ehrlich, abstumpfen, abgestumpft, aufrichtig, ...
  • αμβροσία στα γερμανικά - götterspeise, Ambrosia, Götterspeise, Nektar
  • αμελητέος στα γερμανικά - nebensächlich, vernachlässigbar, unbedeutend, unerheblich, unwesentlich, geringfügig
  • αμελώ στα γερμανικά - überspringen, ignorieren, vernachlässigung, fahrlässigkeit, nichtbeachtung, nachlässigkeit, versagen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: vergelten, belohnen, vergilt, zu vergelten, requite