Αμύνομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verteidigen, mich zu verteidigen, mich selbst zu verteidigen, mich zu wehren, mich verteidigen, mich wehren
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμύνομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα γερμανικά - ambos, Amboss, Amboß, Ambosses, Anschlag
- αμύγδαλο στα γερμανικά - mandelbaum, mandel, Mandel, Mandeln, Mandel-
- αν στα γερμανικά - falls, wenn, ob, sofern
- ανά στα γερμανικά - pro, je, durch, per, für, perverser, € pro
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verteidigen, mich zu verteidigen, mich selbst zu verteidigen, mich zu wehren, mich verteidigen, mich wehren
Μεταφράσεις: verteidigen, mich zu verteidigen, mich selbst zu verteidigen, mich zu wehren, mich verteidigen, mich wehren