Ανοσία στα γερμανικά
Μετάφραση: ανοσία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοσία
ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανοσία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανοξείδωτος στα γερμανικά - fleckenfrei, rostfrei, rostfreiem, rost, aus rostfreiem, rostfreien
- ανοράκ στα γερμανικά - anorak, Anoraks, Anorak, hosen, Parkas
- ανοχή στα γερμανικά - toleranz, duldung, verträglichkeit, Toleranz, Verträglichkeit
- ανούσιος στα γερμανικά - fade, geschmacklos, flau, fad, unschmackhaft, seicht, widerwärtig, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοσία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
Μεταφράσεις: sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität