Αποδεκατίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezimieren, zu dezimieren, dezimiert, Dezimierung
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω
αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποδεκατίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αποδείξεις στα γερμανικά - beleg, hinweis, beweis, anzeichen, zeugnis, beweisen, zeugenaussage, ...
- αποδεικνύω στα γερμανικά - demonstrieren, probieren, präsentieren, erproben, zeigen, beweisen, veranschaulichen, ...
- αποδεκτός στα γερμανικά - akzeptabel, annehmbar, zulässig, tragfähig, annehmbare, zulässigen, zulässige, ...
- αποδεσμεύω στα γερμανικά - entfesseln, befreien, unshackle
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: dezimieren, zu dezimieren, dezimiert, Dezimierung
Μεταφράσεις: dezimieren, zu dezimieren, dezimiert, Dezimierung