Αποθήκη στα γερμανικά
Μετάφραση: αποθήκη, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lager, lagerhalle, lagerhaus, aufbewahrungsort, depot, warendepot, behälter, Lager, Lagerhaus, Warehouse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθήκη
αποθήκη ηλιούπολη, αποθήκη τροφίμων, αποθήκη κήπου, αποθήκη english, αποθήκη στα αγγλικά, αποθήκη λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποθήκη στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αποθέωση στα γερμανικά - apotheose, Apotheose, Verherrlichung, apotheosis, Vergötterung
- αποθήκευση στα γερμανικά - laden, speicherung, depot, lager, lagerhaus, speichernd, aufbewahrung, ...
- αποθανών στα γερμανικά - verzögert, selig, unlängst, kürzlich, verschieden, verspätet, spät, ...
- αποθαρρύνω στα γερμανικά - entmutigen, zu entmutigen, dishearten, mutlos
Τυχαίες λέξεις
Αποθήκη στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lager, lagerhalle, lagerhaus, aufbewahrungsort, depot, warendepot, behälter, Lager, Lagerhaus, Warehouse
Μεταφράσεις: lager, lagerhalle, lagerhaus, aufbewahrungsort, depot, warendepot, behälter, Lager, Lagerhaus, Warehouse