Απορρίπτω στα γερμανικά
Μετάφραση: απορρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wegwerfen, ablehnen, absonderung, zurückweisen, verwerfen, abweisen, Ausschuss
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορρίπτω
απορρίπτω στα αγγλικα, απορρίπτω ρήμα, απορρίπτω ορισμός, απορρίπτω μετάφραση, απορρίπτω κλίση, απορρίπτω λεξικό γλώσσας γερμανικά, απορρίπτω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- απορρέω στα γερμανικά - aporreo
- απορρίμματα στα γερμανικά - sänfte, straßenabfall, wurf, liter, Müll, Abfall, Papierkorb, ...
- απορροφητικός στα γερμανικά - absorbierend, einsaugend, aufnahmefähig, absorptionsfähig, saugfähig, absorbierenden, absorbierende, ...
- απορροφώ στα γερμανικά - aufnehmen, absorbieren, fesseln, vertiefen, engross, in Anspruch nehmen, gefangen nehmen
Τυχαίες λέξεις
Απορρίπτω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: wegwerfen, ablehnen, absonderung, zurückweisen, verwerfen, abweisen, Ausschuss
Μεταφράσεις: wegwerfen, ablehnen, absonderung, zurückweisen, verwerfen, abweisen, Ausschuss