Αστός στα γερμανικά
Μετάφραση: αστός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστός
αστός ορισμός, ο αστόσ, μέσος αστός, αστός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αστός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αστυνόμος στα γερμανικά - polizist, schutzmann, Marschall, Marschalls, Marshal
- αστυφύλακας στα γερμανικά - polizist, schutzmann, Wachtmeister, Polizist, Constable, Wacht
- ασυδοσία στα γερμανικά - straflosigkeit, sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität
- ασυλία στα γερμανικά - zuflucht, unterstand, asyl, heim, refugium, Immunität, Störfestigkeit, ...
Τυχαίες λέξεις
Αστός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman
Μεταφράσεις: stadtbewohner, bürger, Stadtbewohner, Bürger, Städter, townsman