Βοηθώ στα γερμανικά

Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
helfen, pflege, sorgfalt, unterstützung, behandlung, hilfsmittel, hilfeleistung, vorlage, beihilfe, mithilfe, sorge, hilfe, assistieren, zu helfen, hilft
Βοηθώ στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθώ

βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, βοηθώ στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • βοηθητικός στα γερμανικά - zusätzlich, hilfsverb, helfer, Hilfs-, Hilfs, Zusatz, Neben
  • βοηθός στα γερμανικά - aushilfe, gehilfe, stütze, geselle, unterstützung, hilfe, mithilfe, ...
  • βολή στα γερμανικά - formulieren, wandern, erbrechen, werfen, irren, kotzen, form, ...
  • βολβός στα γερμανικά - glühlampe, glühbirne, knolle, Glühbirne, Birne, Zwiebel, Lampe, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: helfen, pflege, sorgfalt, unterstützung, behandlung, hilfsmittel, hilfeleistung, vorlage, beihilfe, mithilfe, sorge, hilfe, assistieren, zu helfen, hilft