Βότανο στα γερμανικά
Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kraut, Kraut, Kräuter, herb, Pflanze
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βότανο
βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας γερμανικά, βότανο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- βόρειος στα γερμανικά - nördlich, Norden, Nord, Nord-
- βόσκω στα γερμανικά - grasen, surfen, schürfwunde, weiden, Browsing, Suche läuft, Surfen
- βότσαλο στα γερμανικά - schindel, bubikopf, kies, Kiesel, Kieselstein, Kies
- βύθισμα στα γερμανικά - kladde, zug, durchzug, luftzug, Entwurf, Entwurf einer, Entwurfs, ...
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kraut, Kraut, Kräuter, herb, Pflanze
Μεταφράσεις: kraut, Kraut, Kräuter, herb, Pflanze