Γενική στα γερμανικά
Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genitiv, General, allgemein, generell, allgemeinen, allgemeine
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας γερμανικά, γενική στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- γενιά στα γερμανικά - takterzeugung, zeitgenosse, mitwelt, generation, erzeugung, generierung, Generation, ...
- γενικά στα γερμανικά - überhaupt, gewöhnlich, allgemein, im Allgemeinen, generell, üblicherweise
- γενικός στα γερμανικά - allgemein, generell, overall, general, total, feldherr, allumfassend, ...
- γενικότητα στα γερμανικά - verallgemeinerung, Allgemeinheit, Allgemein, Allgemeingültigkeit, der Allgemeinheit
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: genitiv, General, allgemein, generell, allgemeinen, allgemeine
Μεταφράσεις: genitiv, General, allgemein, generell, allgemeinen, allgemeine