Δαπανηρός στα γερμανικά

Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufwendig, teuer, kostspielig, aufwändig, kostspielige
Δαπανηρός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαπανηρός

δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας γερμανικά, δαπανηρός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δαπάνες στα γερμανικά - aufwendung, ausgabe, aufwand, ausgaben, auslagen, verbrauch, Kosten, ...
  • δαπάνη στα γερμανικά - verbrauch, ausgabe, aufwand, preis, auslagen, kosten, spesen, ...
  • δασκάλα στα γερμανικά - lehrerin, kursleiter, pädagoge, lehrkraft, pädagogin, lehrer, instrukteur, ...
  • δασμοί στα γερμανικά - gebühr, verpflichtung, steuer, tarif, obliegenheit, amt, betriebszeit, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: aufwendig, teuer, kostspielig, aufwändig, kostspielige