Διοικώ στα γερμανικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verwalten, dioiko
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, διοικώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα γερμανικά - kommandant, Kommandant, Kommandeur, Befehlshaber, Kommandanten
- διοικητικός στα γερμανικά - amtsführung, verwaltung, verwaltungsdienst, regie, administration, administrativ, Verwaltungs, ...
- διορία στα γερμανικά - ausdruck, laufzeit, fachbegriff, saison, begriff, amtszeit, fachausdruck, ...
- διορίζομαι στα γερμανικά - investieren, bestellt, ernannt, Ernennung, ernannte, Amtsantritt
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verwalten, dioiko
Μεταφράσεις: verwalten, dioiko