Δυνατός στα γερμανικά

Μετάφραση: δυνατός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
energisch, stark, kräftig, dauerhaft, wirksam, massiv, gewaltig, haltbar, mächtig, kraftvoll, muskulös, unangreifbar, wirkungsvoll, kampfstark, machtvoll, fest, möglich, mögliche, möglichen, möglichst
Δυνατός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυνατός

δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός λεξικό γλώσσας γερμανικά, δυνατός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δυναμικός στα γερμανικά - machtvoll, stark, muskulös, mächtig, gewaltig, kraftvoll, dynamisch, ...
  • δυνατά στα γερμανικά - tief, stark, nachhaltig, kräftig, laut, lautstark, lauter
  • δυο στα γερμανικά - zwei, beiden, zweier
  • δυσάρεστος στα γερμανικά - widerlich, ermüdend, belastend, verdrießlich, widerwärtig, unangenehm, unerfreulich, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυνατός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: energisch, stark, kräftig, dauerhaft, wirksam, massiv, gewaltig, haltbar, mächtig, kraftvoll, muskulös, unangreifbar, wirkungsvoll, kampfstark, machtvoll, fest, möglich, mögliche, möglichen, möglichst